- ἁρματοδρόμων
- ἁρματοδρόμοςrunning a chariot-racemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βένετοι — Μία από τις δύο αντίπαλες φατρίες στις αρματοδρομίες του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο. Οι B. λέγονταν και Κυανοί ή Γαλάζιοι και οι αντίπαλοί τους Πράσινοι. Οι ονομασίες αυτές οφείλονταν στο χρώμα της στολής των αρματοδρόμων. Παράλληλα, Β. και Πράσινοι … Dictionary of Greek